- εκουσιάζομαι
- ἑκουσιάζομαι (Α)1. προσφέρω εθελοντικά τις υπηρεσίες μου2. θέλω, προτιμώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑκουσιάζομαι — offer pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζομένων — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp fem gen pl ἑκουσιάζομαι offer pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζόμενον — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp masc acc sg ἑκουσιάζομαι offer pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιάσεται — ἑκουσιάζομαι offer aor subj mp 3rd sg (epic) ἑκουσιάζομαι offer fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζομένη — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζομένου — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζομένους — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζομένῳ — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζόμενοι — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιαζόμενος — ἑκουσιάζομαι offer pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)